χηραμίς

χηραμίς
-ίδος, και χηραμύς, -ύδος, ἡ, Α
1. είδος πλατιού κοχυλιού που χρησίμευε ως μονάδα μέτρησης
2. (κατά τον Ησύχ.) «χηραμίδες
χηραμοί, τὰ κοίλα καὶ ἔχοντα κενώματα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χηραμός «κοίλωμα, οπή» + κατάλ. -ις (πρβλ. φωλ-ίς). Η λ. απαντά και με τη γρφ. χηραμ-ύς (πρβλ. ἐμ-ύς, -ύδος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χήμη — ἡ, Α 1. άνοιγμα σαν το στόμα που χασμουριέται 2. δίθυρο μαλάκιο 3. μέτρο χωρητικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. χη του ρ. χαίνω /χάσκω (για τον φωνηεντισμό βλ. λ. χάσκω) με κατάλ. μη, πρβλ. κώ μη, ῥύ μη (για τη σχέση τής λ. με το …   Dictionary of Greek

  • χηράμβη — ἡ, Α 1. είδος κοχυλιού 2. χηραμβής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. χηραμός «οπή, κοίλωμα» (πρβλ. χηραμίς/ ύς «είδος κοχυλιού») και εμφανίζει επίθημα μ βη, όπως και άλλα ον. ζώων (πρβλ. κόλυ μ β ος, σήρα μ β ος)] …   Dictionary of Greek

  • χηραμύς — ύδος, ἡ, Α βλ. χηραμίς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”