- χηραμίς
- -ίδος, και χηραμύς, -ύδος, ἡ, Α1. είδος πλατιού κοχυλιού που χρησίμευε ως μονάδα μέτρησης2. (κατά τον Ησύχ.) «χηραμίδεςχηραμοί, τὰ κοίλα καὶ ἔχοντα κενώματα».[ΕΤΥΜΟΛ. < χηραμός «κοίλωμα, οπή» + κατάλ. -ις (πρβλ. φωλ-ίς). Η λ. απαντά και με τη γρφ. χηραμ-ύς (πρβλ. ἐμ-ύς, -ύδος)].
Dictionary of Greek. 2013.